στράβωμα

στράβωμα
το, Ν [στραβώνω]
1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)
2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό
3. τύφλωση, απώλεια τής όρασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στράβωμα — το 1. το να γίνει ή να είναι κάτι στραβό: Αυτό το στράβωμα δεν ισιάζει. 2. τύφλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού …   Dictionary of Greek

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • παράστρεμμα — τὸ, Α [παραστρέφω] (σχετικά με παράλυση τού προσώπου) διαστροφή, «στράβωμα» …   Dictionary of Greek

  • παραστροφή — ἡ, Α [παραστρέφω] 1. διαστροφή, «στράβωμα» («παραστροφὴ τοῡ ἰνίου», Γαλ.) 2. (για επίσημο ένδυμα ή μανδύα) η παρυφή, το κράσπεδο, η άκρη, η ούγια …   Dictionary of Greek

  • σκάμβωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκαμβῶ / σκαμβοῡμαι] κύρτωση, κάμψη, στράβωμα …   Dictionary of Greek

  • σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι …   Dictionary of Greek

  • στρέβλευμα — τὸ, Α 1. στρέβλωμα, στράβωμα 2. μτφ. διαστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ευμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στρεβλεύω] …   Dictionary of Greek

  • στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”